- τεφρῷ
- τεφρόςash-colouredmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεφρώ — όω, Α [τέφρα] 1. (ενεργ. και μέσ.) καίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε τέφρα 2. καταστρέφω με πυρπόληση, με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ) 3. παθ. τεφροῡμαι, όομαι καλύπτομαι από τέφρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «τεφρώσας… … Dictionary of Greek
αποτέφρωση — η η ολοσχερής καύση πραγμάτων μέχρι να γίνουν στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτεφρώνω, τεφρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Δ. Νίτσο] … Dictionary of Greek
κατατεφρώ — κατατεφρῶ, όω (AM) μσν. μεταβάλλω κάτι εντελώς σε στάχτη, αποτεφρώνω αρχ. σκεπάζω τελείως με στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεφρῶ «αποτεφρώνω»] … Dictionary of Greek
τέφρωσις — ώσεως, ἡ, Α [τεφρῶ] αποτέφρωση … Dictionary of Greek